Ιστορία
- Home
- Ιστορία
Ιστορία
Λένε πως οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν μια περιοχή… Στην περίπτωση των Αστερουσίων, τόσο το σαγηνευτικό φυσικό τοπίο όσο και οι άνθρωποί του, δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν ιδιαίτεροι και ενδιαφέροντες.
Αν κάποιος συνόψιζε τα χαρακτηριστικά του βουνού και των ανθρώπων του θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τα επίθετα: αρχέγονο, αυτάρκες και ιερό.
Οι τρεις ζώνες και η ιστορική τους σχέση
Η ιστορία των Αστερουσίων ακολουθεί τη γεωγραφική τους διαίρεση σε τρεις ζώνες: Τη βόρεια, την κεντρική και τη νότια.
Κατά την Προϊστορική Περίοδο υπήρξε έντονη οικιστική δραστηριότητα και στις τρεις ζώνες, ενώ, κατά τους ιστορικούς χρόνους, κάθε ζώνη ακολούθησε διαφορετική πορεία.
Η βόρεια ζώνη των Αστερουσίων, λόγω της γειτνίασής της με την πλούσια πεδιάδα, είχε μια σταθερή εξέλιξη και πορεία στον χρόνο με μόνη εξαίρεση τις μεγάλες πληθυσμιακές ανακατατάξεις που παρουσιάστηκαν κατά την Τουρκοκρατία. Τον 18ο αιώνα οι κάτοικοι εξισλαμίστηκαν σχεδόν στο σύνολό τους και τον 19ο αιώνα, έχοντας αποκτήσει τουρκική συνείδηση, εγκατέλειψαν τα χωριά τους, μετά την υπερίσχυση των Χριστιανών στην ύπαιθρο. Οι κάτοικοι του ορεινού όγκου των Αστερουσίων εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους. Την ίδια περίοδο και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των μεγάλων επαναστάσεων του 19ου αιώνα, ερήμωσαν τα πρώτα χωριά στη βόρεια ζώνη των Αστερουσίων. Ενδεικτικά, κάποια από αυτά ήταν: τα Τζαβολιανά, τα Νεονιανά, τα Καλογεριανά, τα Καναθιανά, το Σαλάμι, η Κάρυα κ.ά.
Η νότια ζώνη, αυτή δηλαδή που βρέχεται από το Λιβυκό πέλαγος, και η κεντρική ζώνη των Αστερουσίων που καταλαμβάνει το κύριο όγκο της οροσειρά σε μεγάλο υψόμετρο, ακολουθούν εντελώς αντίθετη πορεία. Κάθε φορά που ήκμαζε η μία από τις δύο ερήμωνε η άλλη. Έτσι κατά την Ελληνιστική, Ρωμαϊκή και Πρωτοβυζαντινή περίοδο που οι νότιες ακτές έσφυζαν από ζωή με πολλές μεγάλες πόλεις, λιμάνια, ασκληπιεία, ιερά, παλαιοχριστιανικές βασιλικές, η κεντρική ζώνη ήταν σχεδόν έρημη.
Η ιστορία των παραλίων
Κατά την περίοδο πριν την Αραβοκρατία, τα παράλια της Κρήτης ερήμωσαν λόγω των επιδρομών των πειρατών. Εξαιτίας της θέσης τους, οι ακτές των Αστερουσίων ήταν από τις πρώτες που δέχτηκαν αλλεπάλληλες επιθέσεις. Μετά την Αραβοκρατία και για τουλάχιστον 13 αιώνες, οι νότιες ακτές των Αστερουσίων ερήμωσαν εντελώς. Ωστόσο, η ιερή μνήμη και η γεωμορφολογική ταυτότητα της περιοχής εξυπηρετούσαν τους ασκητές να ζουν στις σπηλιές μετατρέποντας τα νότια παράλια σε ένα απέραντο ασκητήριο. Στους αιώνες που ακολούθησαν δεν ιδρύθηκε ή υπήρξε οικισμός στη νότια ζώνη των Αστερουσίων. Κάποιες αναφορές για την ύπαρξη οικισμών, όπως για παράδειγμα η προσπάθεια του Πωλ Φορ και όσων τον ακολούθησαν για την τοποθέτηση ενός οικισμού που αναφέρεται στις απογραφές ως Σαβιδοχώρι ή Χαβδοχώρι στην περιοχή των Αλατσιστρών δεν ευσταθεί, αφού η τελευταία έρευνα της αρχαιολογικής υπηρεσία στα πλαίσια των ανασκαφών της Πόντας αποφάνθηκε ότι πρόκειται για μεγάλο οικισμό των μινωικών χρόνων που η καλή επιφανειακή διατήρηση των ερειπίων του οφείλεται στη μακραίωνη εγκατάλειψη του τόπου. Επίσης, κάποια ερείπια κτισμάτων στο Λίθινο, τα Σκαλιά, του Πατέρα, τα Λιμνιά, τα Καλύβια και αλλού, η συγκέντρωση και η διάταξη των οποίων παραπέμπει σε χωριό, δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα ξεροκάλυβα, στα οποία προστατεύονταν κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων του 19ου αιώνα οι Μεσαρίτες. Δεν πρόκειται για οργανωμένα χωριά αλλά για πρόχειρες κατασκευές στις οποίες κατέφυγαν για μικρά χρονικά διαστήματα οι άμαχοι.
Μόλις το 1970 άρχισαν δειλά δειλά να κατοικούνται και πάλι τα νότια παράλια. Τα πρώτα σπιτάκια των καλλιεργητών με τα εκχερσωμένα τμήματα διαδέχτηκαν μετά το 1980 οι οικισμοί του τύπου που παρατηρούνται σε όλα τα νότια παράλια. Με καταιγιστικούς ρυθμούς άρχιζαν να χτίζονται πάνω σε άλλο -και πολλές φορές ατάκτως ερριμμένα- πανάκριβα σπίτια, δημιουργώντας αυθαίρετους οικισμούς που αναγνωρίστηκαν από το κράτος ως Επίσημοι Οικισμοί και από την εκκλησία ως ενορίες. Βέβαια, τα χωριά αυτά αλλοίωσαν όχι μόνο το περιβάλλον αλλά και την οικιστική ιστορία του τόπου, καθώς δεν διέθεταν το στοιχείο που ανέκαθεν συγκροτούσε την έννοια του χωριού: το νεκροταφείο.
Μετά την Αραβοκρατία τα παράλια ερήμωσαν και, λόγω της ασφάλειας που παρείχε, ξεκίνησε να κατοικείται ο κύριος όγκος των Αστερουσίων. Οι πρώτες αγροικίες που χτίστηκαν σκόρπιες και καλά κρυμμένες θα εξελιχθούν στα χωριά που υπάρχουν σήμερα στα Αστερούσια, αλλά και στα χωριά που ερημώθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Μια μεγάλη πτώση έχουμε στην αρχή της Βενετοκρατίας, όποτε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εγκατάσταση των αντιρρητών θεολόγων και τη δημιουργία μεγάλων μοναστηριών που συνυπάρχουν με τα μικρά χωριά της προηγούμενης περιόδου. Την περίοδο αυτή συνυπάρχουν τα περισσότερα από τα έρημα σήμερα χωριά, Άγιος Αντώνης, Σκλαβιανά, Ανεβάλουσα κ.ά. Η Τουρκοκρατία που ακολούθησε, προκάλεσε την πρώτη ερήμωση στα χωριά αυτά. Η κεντρική ζώνη παρήκμασε, αλλά κατοικήθηκε ξανά από Σφακιανούς, κυνηγημένους από εσωτερικές βεντέτες ή αναγκασμένους από την έκβαση της επανάστασης του Δασκαλογιάννη, να εγκατασταθούν στα έρημα χωριά και να τους δώσουν ζωή για πολλά ακόμη χρόνια.
Τα έρημα χωριά των Αστερουσίων
Ζάμπρες, Γυψάς, Εβολαθί, Καβαδάτο, Άγιος Κύριλλος, Άγιος Μάμας, Ανεβάλουσα, Βλασκιανά, Γιαλομονόχωρο, Γοργόρινο, Καβούσι, Καλάλαγκα, Καμάρια, Καναθιανά, Κάρια, Καρκαλετουδιανά, Κεραθιά, Κοιθιά, Κουλουρίδα, Κυργιάλισσο, Ιζουνίδα, Τζαβολιανά, Πεντάμης, Μεσοσκάφη, Γοργιανώ, Καβαλαρόπετρα, Μετζανά, Παντολιάκο, Πόλες, Σαβιδοχώρι, Σκλαβιανά, Γαβαλιανά, Χουρδιανώ, Χαντράς, Φλαμπανοχώρι, Φιλιδιανά, είναι ονόματα που μας παραξενεύουν σήμερα και ως λέξεις. Κι όμως υπήρξαν τα ονόματα οικισμών που για πολλούς αιώνες με διάφορες διακυμάνσεις επιβίωναν στα Αστερούσια Όρη, αλλά που δεν κατάφεραν να φτάσουν έως την εποχή μας και δεν υπάρχει ο ορισμός της ακριβής τους θέσης.
Τα περισσότερα από τα έρημα χωριά των Αστερουσίων, κυρίως αυτά που αναφέρονται στις Βενετσιάνικες απογραφές, ιδρύθηκαν τη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο, καθώς το φεουδαρχικό σύστημα που εφάρμοσαν οι βενετοί και στην Κρήτη, δεν επέτρεπε την ίδρυση νέων οικισμών. Οι ιδρυτές και πρώτοι κάτοικοί τους ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν τις μεγάλες παράκτιες πόλεις υπό τον φόβο των πειρατικών επιδρομών. Ενδεικτικά, εκείνα τα χωριά ήταν τα Σκλαβιανά, η Κουλουρίδα, η Κουτσουνάρα, ο Σταυρωμένος, ο Άγιος Κύριλλος κ.ά.
Μια άλλη σειρά χωριών προέκυψε στις αρχές της Τουρκοκρατίας κυρίως από το εργατικό προσωπικό των μοναστηριών. Όταν τα μοναστήρια ερήμωσαν, οι λαϊκοί που εργάζονταν σε αυτά, δημιούργησαν τα χωριά Κυριελέησον (σημερινά Καπετανιανά), Λουσούδι, Άγιο Παύλο, Γοργόρημο, Πλατάνι, Φαρκατίνες κ.ά.
Επίσης, μια άλλη μικρή ομάδα χωριών ιδρύθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν οικογένειες με πολυάριθμα παιδιά εγκαταστάθηκαν γύρω από την αγροικία του πατέρα τους δημιουργώντας μέσα σε μια γενιά έναν οικισμό. Σε άλλες περιπτώσεις κάποιοι φτωχοί ή δεδιωγμένοι εγκαταστάθηκαν σε χωριά που είχαν ερημώσει από επιδημίες, ενώ υπάρχει η μαρτυρία ότι με την ανοχή και προτροπή των τουρκικών αρχών κατοικήθηκαν ξανά τα χωριά που είχαν αποδεκατιστεί από την πανώλη. Τέτοια χωριά είναι τα Φιλιδιανά, τα Νεονιανά, τα Καλογεριανά, τα Καπετανιανά, τα Τζαβολιανά, τα Γιαννουλιανά κ.ά. Ωστόσο αυτά τα χωριά δεν ήταν μακρόβια, με εξαίρεση τα Καπετανιανά.
Τα περισσότερα από τα έρημα χωριά που δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο ερημώθηκαν είτε κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου είτε κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα λόγω των δυσμενών συνθηκών που ακολούθησαν την τουρκική κατάκτηση, αλλά και των επιδημιών, όπως η πανώλη. Κάποια άλλα χωριά ερημώθηκαν τη διάρκεια των μεγάλων επαναστάσεων του 19ου αιώνα (Καλάλαγκα, Άγιος Κύριλλος, Σαλάμι κ.ά.), ενώ άλλα, αφότου ερήμωσαν, κατοικήθηκαν ξανά με διαφορετικό όνομα, όπως οι Ζάμπρες που έγιναν έγιναν Δερτζή Μετόχι, το Καβούσι που μετονομάστηκε σε Πάνω Καπετανιανά κ.ά. Τέλος, κάποια χωριά, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σε απογραφές αλλά δεν απαντώνται σήμερα, δεν ερήμωσαν ποτέ αλλά ενώθηκαν ή συγχωνεύτηκαν με παρακείμενα μεγάλα χωριά (για παράδειγμα ο Πετριάς με την Παναγιά, το Καλογερικό με τον Πύργο και τα Βλασκιανά με την Πλώρα). Τελευταίος οικισμός που ερημώθηκε στα Αστερούσια ήταν ο Άγιος Νικόλαος από τον οποίο η τελευταία οικογένεια έφυγε το 1975.
Πέρα όμως από οποιαδήποτε ταύτιση του ονόματος με τον τόπο, εκείνο που συγκινεί στα έρημα χωριά των Αστερουσίων είναι οι μικρές ιστορίες που τα συνοδεύουν και που κατάφεραν να επιβιώσουν μέχρι και τις ημέρες μας. Θρύλοι που «γεννιούνται» από τα ερείπια και το μυστήριο που τα περιβάλλει, διηγήσεις για μεταφυσικά και υπερφυσικά όντα και φαινόμενα συνοδεύουν, ακόμη και σήμερα, τους άμορφους σορούς τους.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή των οικισμών αυτών είναι η αρχιτεκτονική τους. Τα απομεινάρια των έρημων χωριών των Αστερουσίων κατάφεραν να διασώσουν την αυθεντική εικόνα του κρητικού αγροτόσπιτου που παρέμεινε όμοιο και απαράλλαχτο για χιλιετίες. Η διάταξη των σπιτιών, το μέγεθός τους και του οικισμού, η διαρρύθμιση και τα υλικά τους δεν άλλαξαν καθόλου από την εποχή των Μινωιτών. Βλέποντας κάποιος τα ερείπια ενός μινωικού οικισμού, όπως αυτού στις Αλατσίστρες, και συγκρίνοντάς τον με τα απομεινάρια ενός Αστερουσιανού οικισμού, όπως τα Χαρχαλετουδιανά, δε θα μπορέσει να ξεχωρίσει ποιο ανήκει σε ποια εποχή.
Είναι ενδεικτικό πως τα σπίτια που συγκροτούσαν τα χωριά των Αστερουσίων ήταν χτισμένα με τέσσερα υλικά: Πέτρα, νερό, ξύλο και χώμα. Πρόκειται για υλικά που αντλούνταν επιτόπου, από μια μικρή ακτίνα γύρω από το σπίτι. Όλα τα υλικά συλλέγονταν από την ίδια γη που φιλοξενούσε το κτίσμα. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην είναι απόλυτα ενταγμένο στο τοπίο. Δεν υπήρχαν υπέρογκες κατασκευές, μεγάλα τεχνικά έργα, πολύτιμα υλικά, κολώνες και αγάλματα, όπως έχουμε συνηθίσει. Κι όμως αυτά τα χωριά, ακόμη και όταν έχουν εκθλίψει εντελώς τα ίχνη τους, εκπέμπουν μια αφάνταστη γοητεία, οι επισκέπτες τους νιώθουν ένα λεπτό αεράκι, μια ανεπαίσθητη αύρα να τους κυριεύει.
Με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης